Δισκογραφία

Στα πλαίσια καταγραφής της βλάχικης πολιτισμικής δημιουργίας, ο Σύλλογος έχει κυκλοφορήσει (1982) κασέτα με χορωδιακά βλάχικα τραγούδια , στη συνέχεια (1987) διπλό άλμπουμ δίσκων LP και κασέτες με βλάχικα τραγούδια, που αποδόθηκαν από τους τραγουδιστές του Συλλόγου Μανέκα Γιώργο και Νίκο Αυγέρο, και με μουσική επένδυση το συγκρότημα του αείμνηστου Ζ. Τσιοτίκα, καθώς και αργότερα (1999), με πρόγραμμα ευρωπαϊκό, δίσκο LP, CD και κασέτες με τίτλο ‘‘Cantitsi ditu bana Armanjilor`` = ‘‘Τραγούδια από τη ζωή των Βλάχων’’, πάλι με τους Μανέκα Γιώργο και Νίκο Αυγέρο, και μουσική την κομπανία του Φ. Καραβιώτη

Τραγούδι:
Μανέκας Γιώργος - Αυγέρος Νίκος
Έπαιξαν οι μουσικοί:
Κλαρίνο:Καραβιώτης Φώτης
Λαούτο:Πιντζιλαίος Αποστόλης
Λαούτο:Ντάγκαλος Χρήστος
Βιολί:Φασούλας Σάκης
Ντέφι:Ντόντης Βαγγέλης
Δεύτερη φωνή:Καραβιώτης Φώτης

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
Όλα τα τραγούδια της παραπάνω συλλογής (κτηνοτροφικά και κυρατζίδικα, του γάμου, της αγάπης και της ξενιτειάς) προέρχονταν από την πλούσια προφορική παράδοση των Βλάχων και είναι το αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας και πολύχρονου μόχθου, που συγκεκριμενοποιήθηκε σε τέσσερα στάδια:συλλογή τραγουδιών - επιλογή και επεξεργασία υλικού, ηχογράφηση, παραγωγή - διακίνηση. Οι πρωτότυπες ηχογραφήσεις, καθώς και σχετικές πληροφορίες για το κάθε τραγούδι, υπάρχουν στο αρχείο του Συλλόγου.

Πιο συγκεκριμένα:τα τραγούδια 1, 10 και 12 είναι από την κτηνοτροφική ζωή των Βλάχων. Τα τραγούδια αυτού του είδους είναι πολλά και αντανακλούν κοινωνικές συνθήκες του παρελθόντος, όταν η κτηνοτροφία ήταν βασική πλευρά της οικονομικής ζωής, η οποία είχε, για ειδικούς λόγους, μετατοπιστεί στα βουνά. Ο Γάλλος πρόξενος στην αυλή του Αλήπασα, Pouqueville, στο έργο του "Voyage en Grece" αναφέρει ότι τους Βλάχους "κάτι σαν από φυσικό τους" τους τραβούσε το βουνό, και στα βοσκοτόπια της Πίνδου και του Ασπροπόταμου είχε πάνω από 5.000.000 γιδοπρόβατα, ενώ μέχρι τη δεκαετία του ΄20, μόνο τα τρία βλαχοχώρια του Βερμίου - Σέλι, Ξερολείβαδο, Ντόλιανη - είχαν γύρω στα 120.000 γιδοπρόβατα.

Το τραγούδι 8, ανήκει στα χαρακτηριστικά των Βλάχων κυρατζίδικα τραγούδια, γιατί οι Βλάχοι, πέρα από την κτηνοτροφία, ήταν εξαιρετικοί έμποροι και κυρατζήδες, συναφή επαγγέλματα. ΟΚ. Κρυστάλλης, στη μελέτη του οι "Βλάχοι της Πίνδου" αναφέρει ειδικά για το επάγγελμα των κυρατζήδων, οι οποίοι με μεγάλα καραβάνια διέσχιζαν την Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Αλβανία.

Ο Victor Berard, στο έργο του "`Ελληνισμός και Τουρκοκρατία" κάνει αναλυτική μνεία στα βλάχικα καραβάνια, που διέσχιζαν την Αλβανία και έφταναν ως το Δυρράχιο που αποκαλεί "βλάχικο λιμάνι". Ο Pouqueville μαρτυρεί:"βρήκα στην Κόνιτσα ένα Βλάχο που έκανε το εμπόριο με καραβάνια ανάμεσα σε Αλβανία και το Βουκουρέστι" και ο Γάλλος Philippe de France, περιγράφοντας το ταξίδι του από τη Ραγκούσα στην Πόλη, μέσω της Σόφιας και Φιλιππούπολης, λέει "το καραβάνι αποτελούνταν από 300 μουλάρια, και το οδηγούσαν Βλάχοι αρματωμένοι". Όλη αυτή η κυρατζίδικη ζωή των Βλάχων εκφράζεται στα κυρατζίδικα τραγούδια. Αργά, μακρόσυρτα, συχνά λυπητερά, άρχιζαν από τη Βέροια και τέλειωναν στο Σέλι ή Ξερολείβαδο.

Από τις πιο δυσάρεστες στιγμές ήταν όταν οι Βλάχοι έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς. Πήγαιναν σε πολλές κατευθύνσεις: Αίγυπτο, Δυτ. Ευρώπη, Σουηδία, αλλά κυρίως στις Παραδουνάβιες περιοχές, αργότερα στην Αμερική. Οι στιγμές του αποχωρισμού ήταν τραγικές, γιατί συχνά αποχωρίζονταν νιόνυμφοι μιας εβδομάδας, και ο πόνος γινότανε τραγούδι "`deadi soarli la flambura ..." . Πολλοί από αυτούς, σαν πέτυχαν στην ξενιτιά, έστειλαν "φορτώματα" χρυσάφι και ασήμι στη γενέτειρά τους, λάμπρυναν την Αθήνα με θαυμαστά έργα και αναδείχτηκαν Εθνικοί Ευεργέτες.

Το τραγούδι 11 αποτυπώνει τον πόνο και την πίκρα της κόρης, γιατί χρόνια ο άντρας της είναι στην ξενιτιά, αλλά και το κουράγιο της και την προσμονή της.

Τα τραγούδια 2, 4, 5, 6 και 9 είναι ερωτικά τραγούδια, της αγάπης. Η μοναχική ζωή των Βλάχων κτηνοτρόφων και κυρατζήδων, μα περισσότερο η ζωή μέσα στη φύση εξηγούν το συναισθηματικό κόσμο των Βλάχων, και αυτός ο ιδιαίτερος ψυχισμός εκφράζεται στα ερωτικά τραγούδια.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο νυφιάτικο τραγούδι του αρραβώνα 3 , γιατί το αναφέρει ο Κ. Κρυστάλλης, που μάλιστα το μεταφράζει στην Ελληνική γλώσσα. Παράλληλα, για το ίδιο τραγούδι, υπάρχει καταγραμμένη προσωπική μαρτυρία ενός Βοβουσιώτη κυρατζή, του Toli Zottu, που το 1870, το βράδυ της 23ης Ιουνίου, στην πλατεία του Βραδέτου, στο Ζαγόρι, είδε το έθιμο του Κλήδωνα, "Galeata" όπου μια παρέα κοριτσιών - σ΄ ένα χωριό που μιλούσε πια μόνο Ελληνικά, τραγουδούσε ένα βλάχικο τραγούδι "Ai moi feati la fantana...". Σήμερα, οι οργανοπαίκτες στα Γρεβενά που δε γνωρίζουν τη βλάχικη γλώσσα, τραγουδούν το τραγούδι στα Ελληνικά. Στο γάμο και την πλούσια τελετουργία και το πανάρχαιο εθιμοτυπικό αναφέρεται και το τραγούδι 1 που δεν περιέχεται στο δίσκο, αλλά μόνο στο C.D. και την κασέτα.

Οι μελωδίες και ο ρυθμός των τραγουδιών διατηρήθηκαν αυτούσια, όπως ακριβώς επιβιώνουν χρόνια στην προφορική παράδοση, και αποδόθηκαν όσο γίνεται πιο πιστά από την κομπανία του Φώτη Καραβιώτη, που είναι αυτοδίδακτος μουσικός, με ρίζες προγονικές στα Γρεβενά και τη Σαμαρίνα.

Τα τραγούδια τραγούδησαν οι τραγουδιστές του Συλλόγου, Μανέκας Γιώργος και Αυγέρος Νίκος, που χρόνια τώρα, από την ίδρυση του Συλλόγου, με μεράκι και πάθος συμβάλλουν στη διατήρηση της βλάχικης παράδοσης. Και οι δυο ανήκουν σε οικογένειες από το Σέλι με μεγάλη παράδοση στο βλάχικο τραγούδι, και ζουν και εργάζονται στη Βέροια. Οι ρυθμοί είναι οι κλασικοί βλάχικοι σκοποί (συγκαθιστά, στρωτά, μπεράτια, τσάμικα, κυρατζίδικα, κτηνοτροφικά.