Οι Βλάχοι
Ως πρώτη γραπτή μαρτυρία της Βλάχικης γλώσσας εκλαμβάνεται αυτή των Βυζαντινών χρονογράφων Θεοφάνη και Θεοφύλακτου (579 μ.Χ.), ενώ η λέξη Βλάχος αναφέρεται για πρώτη φορά το 976 μ.Χ. από τον Κεδρηνό, που μιλάει για "Βλάχους οδίτες" στην περιοχή Καστοριάς - Πρέσπας.
Πάντως, οι Βλάχοι έξω από ελάχιστες περιπτώσεις δεν αυτοαποκαλούνται με αυτό το όνομα, αλλά με το Αrnanji, λέξη που παράγεται από το "Romanus cives" και σχετίζεται με το διάταγμα του Καρακάλα (Edictum Antoninianum), 212 μ.Χ., με το οποίο γενικεύτηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών.
Η λέξη Βλάχος - σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες - ανάγεται στη Γερμανική γλώσσα, που ονομάζει Βάλλους (Walhvolc) τους Λατινόφωνους, και έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Βαλόνος, Βαλία, Ουαλία κ.τ.λ.
Πέρα από το γενικό όνομα "Βλάχος", οι Λατινόφωνοι της νότιας Βαλκανικής αποκαλούνται και με άλλα ονόματα (Φαρσιαρώτες, Τσίπανιι, Μιγλινιάτς = Μογλενίτες), Καράβλαχοι ή Μαυρόβλαχοι (Monte Negro), Μπιτουλιάνοι, Γραμμουστιάνοι, Μουζικιάρoι ή Τσιμουρεάνοι, Σαρμανιώτες κ.τ.λ.
Ο όρος Κουτσόβλαχος που χρησιμοποιούν οι λόγιοι από τον προηγούμενο αιώνα, και συχνά έχει μειωτικό χαρακτήρα, σχετίζεται με το "Κιουτσούκ Βλαχία", όπως ονόμαζαν οι Τούρκοι την περιοχή Αιτωλοακαρνανίας που ως τα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού είχε πολλούς βλαχόφωνους(επίγραμμα Ευγένιου Αιτωλού).
Μετά την πρώτη μαρτυρία του Κεδρηνού, οι Βλάχοι αναφέρονται επανειλημμένα. Ενδεκτικά:Σιγίλια Βασιλείου Β΄, Κεκαυμένος, Αννα Κομνηνή, Χωνιάτης, Κίνναμος, Χαλκοκονδύλης, Φραντζής, Λατινικές Πηγές, αρχεία Βενετίας, Chanson de Roland, γερμανικό έπος Νιμπελούγκεν, Χρονικό του Μωρέως, Ερωτόκριτος.
Στη συνέχεια η ιστορική παρουσία των Βλάχων είναι έντονη. Δεν υπάρχει ξένος περιηγητής - στα χρόνια της Τουρκοκρατίας - που να μην τους αναφέρει. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα των Pouqueville (Voyage en Grece), Leak (Travels in Northern Greece), Heuzey (1858), Coυzineri (Voyages en Macedoine), Berard - (Τουρκοκρατία και Ελληνισμός) κ.τ.λ., WACE- THOMPSOΝ(Νομάδες των Βαλκανίων).
Το 18ο αιώνα, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (αποσύνθεση οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποσχιστικές τάσεις πασάδων, Ορλωφικά, εσωτερικές διαμάχες) μεγάλες βλάχικες πόλεις, όπως η Μοσχόπολη, η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, η Γράμμουστα και άλλες καταστράφηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε όλες τις κατευθύνσεις:Βιέννη, Βουδαπέστη, Βελιγράδι, Βουκουρέστι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Νάουσα, Σέρρες, Φιλιππούπολη, Κωνσταντινούπολη κ.α. Χαρακτηριστικά ο Σέρβος Πανεπιστημιακός Dousan Popovic, στο έργο του "ΟCincarina" αναφέρει ότι το 18ο αιώνα οι Σερβικές αγορές κατακλύστηκαν από Βλάχους, οι οποίοι είχαν στα χέρια τους όλο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο του Βελιγραδίου και δημιούργησαν την αστική τάξη της Σερβίας.
Εξάλλου, η μεγάλη διασπορά των Βλάχων οφείλεται και στις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις, καθώς ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, κυρατζήδες και έμποροι, ήταν διαρκώς "καθ΄ οδόν", μεταφορείς όχι μόνο προϊόντων αλλά και ιδεών, σύνδεσμος του Ελλαδικού χώρου με τον ευρύτερο Βαλκανικό και την Ευρώπη.
Η προσφορά των Βλάχων στον Ελληνισμό είναι, αποδεδειγμένα, τεράστια σε όλους τους τομείς (αρματωλισμός, επανάσταση, ευεργέτες, οικονομία, γράμματα). Ενδεικτικά αναφέρονται κάποια ονόματα:Ρήγας Βελεστινλής, Γεωργάκης Ολύμπιος, Γιάννης Φαρμάκης, Χατζηπέτρος, Βλαχαβαίοι, όλοι οι ευεργέτες (πλην Συγγρού), Ζάππας, Γ. Σταύρου, Αβέρωφ, Σίνας, Δούμπας, Τοσίτσας και Στουρνάρας, Κωλέτης, Σπυρίδων Λάμπρου, Παπάγος, Σβώλος, Κρυστάλλης και άλλοι που με το αίμα και το πνεύμα τους, το χρήμα και τις δωρεές τους, στέριωσαν οικονομικά το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και έβαλαν τα θεμέλιά του. Και μια διάσταση στη νεότερη Ελλάδα που δεν είναι πλατιά γνωστή:πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν βλάχικη καταγωγή:Κουτσομύτης, Προκόβας, Παπατάκης, Τσιτσάνης, Βίρβος, Καλδάρας, Μητροπάνος, Σγούρος, Μουσαφίρης κ.ά.
Παρά την τεράστια διασπορά και τις αντίξοες συνθήκες και σήμερα ακόμη ζουν χιλιάδες Βλάχοι έξω από την Ελληνική Επικράτεια: Αλβανία, περιοχή Μοναστηρίου - Σκοπίων, Βουλγαρία (όσοι δεν αφομοιώθηκαν) και Ρουμανία, στην οποία κατέφυγαν κάτω από ποικίλες πολιτικές και εθνικιστικές σκοπιμότητες, τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Και σε αυτές τις χώρες είναι τεράστια η προσφορά τους. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα του Γιώργου Μούρνου που μετέφρασε την Ιλιάδα στη Ρουμανική γλώσσα, και του μεγαλύτερου κωμωδιογράφου της Σερβικής λογοτεχνίας, του Αλκιβιάδη Νούσια, που είναι Βλάχος από την Κλεισούρα της Μακεδονίας, και είναι γνωστός στη Σερβία με το όνομα Βranislav Nushici, καθώς επίσης και των αδελφών Μανάκια, πρωτοπόρων φωτογράφων και κινηματογραφιστών, από την Αβδέλα Γρεβενών, που ένα μεγάλο μέρος του έργου τους υπάρχει στο Μοναστήρι και τα Σκόπια.